Λίγο παραπάνω από έναν χρόνο πριν είχα πάει μετά από την επείγουσα κλήση του πατέρα μου στο Αίγιο, να δω τον παππού μου. Είχε αρχίσει να τα χάνει εντελώς πλέον, κ όταν πήγε να πέσει από το μπαλκόνι και η ανάπηρη γιαγιά μου τον κράτησε τελευταία στιγμή, χτύπησε το κουδουνάκι που σήμαινε την αρχή του τέλους.
Μαζευτήκαμε εγώ, ο πατέρας μου, ο θείος και η θεία μου και μαζί με τη γιαγιά μου τον κοιτούσαμε έτσι όπως καθόταν μαζεμένος στην παλιά καρέκλα της κουζίνας. Κοιτούσε χαμένα από εδώ και από εκεί, τρέμοντας, αν και ήμουν σίγουρη ότι ήταν σαν να λέει κάτι από μέσα του. Δεν θυμόταν τα παιδιά του. Κι όμως, όταν του είπαν εκείνη τη φράση που συνήθως λέμε στα παιδιά "για δες, ποιος ήρθε?" με αναγνώρισε. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως όντως με θυμήθηκε. Είπε ένα "εγώ την αγαπάω", σαν να υποννοεί ότι άλλοι δεν το κάνουν αρκετά και μετά χάθηκε πάλι. O θείος μου πρέπει να με έβγαλε φωτογραφία μαζί του.
Κι όμως, αν και το σημάδι της παρακμής είχε ερμηνευτεί σωστά, δεν είχε αποδοθεί στον σωστό άνθρωπο. Όταν πέθανε η γιαγιά μου λίγους μήνες αργότερα, ο παππούς μου βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία, στο σπίτι. Η ιδέα τραγική. Η γυναίκα του κηδευόταν μερικά μέτρα μακριά του και εκείνος δεν ήξερε τίποτα. Δεν τον είδα. Πίσω στο νησί μάθαινα ότι τη ζητούσε, είχε αρχίσει να υποψιάζεται κάτι, αλλά μετά το ξεχνούσε πάλι.
Στις διακοπές των χριστουγέννων είχα συνεχώς στο μυαλό μου το Lacrimosa του Μότσαρτ. Θύμιζε θάνατο. Μετά τη μέρα των χριστουγέννων ξύπνησα έχοντας δει στον ύπνο μου μια ταλαιπωρημένη ανθρώπινη μορφή να σηκώνεται και να περπατάει προς το φως. Ένιωθα περίεργα. Μισή ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου. Ο παππούς είχε πεθάνει. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να είπα ήταν "μου κάνεις πλάκα". Μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι ψεύτικο.
Ακόμη μια μέρα μετά, ξανά στο Αίγιο, η κηδεία είχε μια άσχημη αίσθηση, αυτή της συνήθειας. Ήταν σχεδόν λογικό, είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από τη προηγούμενη. Ο ένας αδερφός του παππού μου φορούσε λευκά. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τον είδα χαμογελαστό.
Φέρνω βαρέως το γεγονός ότι δεν μπόρεσα ποτέ να τον γνωρίσω όπως ήθελα. Σήμερα θυμήθηκα τη φωτογραφία. Δεν την είδα ποτέ, ούτε όταν βγήκε. Δεν έχω καμία απόδειξη πως είχα πάει το περασμένο καλοκαίρι εκεί. Καμία εικόνα να συγκρίνω αν μοιάζαμε. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει σε κάποιο κινητό, ως ένα αρχείο που δεν θέλει να δει κανείς, ή ούτε καν έτσι.
..Και είναι που οι λεπτομέρειες στη μνήμη ξεθωριάζουν εύκολα και θυμάμαι μόνο δυο χαμένα γαλανά μάτια και ένα ζευγάρι τρεμάμενα χέρια.
Μαζευτήκαμε εγώ, ο πατέρας μου, ο θείος και η θεία μου και μαζί με τη γιαγιά μου τον κοιτούσαμε έτσι όπως καθόταν μαζεμένος στην παλιά καρέκλα της κουζίνας. Κοιτούσε χαμένα από εδώ και από εκεί, τρέμοντας, αν και ήμουν σίγουρη ότι ήταν σαν να λέει κάτι από μέσα του. Δεν θυμόταν τα παιδιά του. Κι όμως, όταν του είπαν εκείνη τη φράση που συνήθως λέμε στα παιδιά "για δες, ποιος ήρθε?" με αναγνώρισε. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως όντως με θυμήθηκε. Είπε ένα "εγώ την αγαπάω", σαν να υποννοεί ότι άλλοι δεν το κάνουν αρκετά και μετά χάθηκε πάλι. O θείος μου πρέπει να με έβγαλε φωτογραφία μαζί του.
Κι όμως, αν και το σημάδι της παρακμής είχε ερμηνευτεί σωστά, δεν είχε αποδοθεί στον σωστό άνθρωπο. Όταν πέθανε η γιαγιά μου λίγους μήνες αργότερα, ο παππούς μου βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία, στο σπίτι. Η ιδέα τραγική. Η γυναίκα του κηδευόταν μερικά μέτρα μακριά του και εκείνος δεν ήξερε τίποτα. Δεν τον είδα. Πίσω στο νησί μάθαινα ότι τη ζητούσε, είχε αρχίσει να υποψιάζεται κάτι, αλλά μετά το ξεχνούσε πάλι.
Στις διακοπές των χριστουγέννων είχα συνεχώς στο μυαλό μου το Lacrimosa του Μότσαρτ. Θύμιζε θάνατο. Μετά τη μέρα των χριστουγέννων ξύπνησα έχοντας δει στον ύπνο μου μια ταλαιπωρημένη ανθρώπινη μορφή να σηκώνεται και να περπατάει προς το φως. Ένιωθα περίεργα. Μισή ώρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου. Ο παππούς είχε πεθάνει. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να είπα ήταν "μου κάνεις πλάκα". Μου φαινόταν ότι άκουγα κάτι ψεύτικο.
Ακόμη μια μέρα μετά, ξανά στο Αίγιο, η κηδεία είχε μια άσχημη αίσθηση, αυτή της συνήθειας. Ήταν σχεδόν λογικό, είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από τη προηγούμενη. Ο ένας αδερφός του παππού μου φορούσε λευκά. Ήταν η πρώτη φορά που δεν τον είδα χαμογελαστό.
Φέρνω βαρέως το γεγονός ότι δεν μπόρεσα ποτέ να τον γνωρίσω όπως ήθελα. Σήμερα θυμήθηκα τη φωτογραφία. Δεν την είδα ποτέ, ούτε όταν βγήκε. Δεν έχω καμία απόδειξη πως είχα πάει το περασμένο καλοκαίρι εκεί. Καμία εικόνα να συγκρίνω αν μοιάζαμε. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει σε κάποιο κινητό, ως ένα αρχείο που δεν θέλει να δει κανείς, ή ούτε καν έτσι.
..Και είναι που οι λεπτομέρειες στη μνήμη ξεθωριάζουν εύκολα και θυμάμαι μόνο δυο χαμένα γαλανά μάτια και ένα ζευγάρι τρεμάμενα χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου