Είμαι έξω με σχεδόν άγνωστη, αλλά καλή παρέα. Είναι μάλλον πρωί. Το κρασί έχει δώσει τη γλυκιά του ζαλάδα και αρκετή δόση αυτοπεποίθεσης για να πάρω εκείνο το τηλέφωνο που φοβόμουν ότι παραήταν πολλά υποσχόμενο. Και όταν οι φόβοι μου αποδεικνύονται λανθασμένοι, ο φίλος της φίλης μου γυρνάει και μου λέει ό,τι πιο απλό αλλά τόσο αληθινά βάναυσο :
-"Ξέρεις, το πρόβλημα με τον 'έτσι' σου, είναι ότι δεν σε διεκδικεί."
Νομίζω πως για λίγο απλά χάνομαι. Δεν ήταν υπερβολή. Δεν ήταν φιλοσοφία. Ήταν αλήθεια.
Με ένα από τα δυσκολότερα χαμόγελα που έχω δώσει πιάνω το ποτήρι και γεύομαι το κρασι, το οινοπνευμα, την ουσία που έχω εναποθέσει την ελπίδα ότι φέρνει τη λήθη. Κι όμως δεν φτάνει. Η επιρροή του κρατάει λίγο, η σκέψη πολύ, το βράδυ λιγότερο από όσο θα ήθελα. Ξημερώνει. Το φως πάνω από τα σύννεφα είναι ενοχλητικό.
-"Ξέρεις, το πρόβλημα με τον 'έτσι' σου, είναι ότι δεν σε διεκδικεί."
Νομίζω πως για λίγο απλά χάνομαι. Δεν ήταν υπερβολή. Δεν ήταν φιλοσοφία. Ήταν αλήθεια.
Με ένα από τα δυσκολότερα χαμόγελα που έχω δώσει πιάνω το ποτήρι και γεύομαι το κρασι, το οινοπνευμα, την ουσία που έχω εναποθέσει την ελπίδα ότι φέρνει τη λήθη. Κι όμως δεν φτάνει. Η επιρροή του κρατάει λίγο, η σκέψη πολύ, το βράδυ λιγότερο από όσο θα ήθελα. Ξημερώνει. Το φως πάνω από τα σύννεφα είναι ενοχλητικό.